- ἀποθνᾴσκω
- ἀποθνᾴσκω1 die, be killed
ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.25
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα O. 2.25
ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.